τηρητής — keeper masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητής — ο αυτός που φυλάγει κάτι, που συμμορφώνεται σε κάτι: Ο τηρητής των νόμων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τηρηταί — τηρητής keeper masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τηρητήν — τηρητής keeper masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κνισοτηρητής — κνισοτηρητής, o (Α) κνισοδιώκτης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖσα + τηρητής (< τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρητής] … Dictionary of Greek
τηρητάς — τηρητά̱ς , τηρητής keeper masc acc pl τηρητά̱ς , τηρητής keeper masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έξαρχος — Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως … Dictionary of Greek
δογματοφύλαξ — ο φύλακας, τηρητής τών εκκλησιαστικών δογμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < δόγμα ( ατος) + φύλαξ. Η λ. μαρτυρείται από το 1815 στον Γρηγόριο Δέρκων] … Dictionary of Greek
καιροτηρησία — καιροτηρησία, ἡ (Α) ο καιροσκοπισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + τηρησία (< τηρητής < τηρῶ), πρβλ. τοπο τηρησία] … Dictionary of Greek
λεπτεπίλεπτος — η, ο (AM λεπτεπίλεπτος, ον) υπερβολικά λεπτός, ισχνός, λεπτότατος νεοελλ. 1. πολύ ευαίσθητος, ασκληραγώγητος, λεπτοφυής, ευπρόσβλητος σε ασθένειες 2. εξεζητημένος στους τρόπους, στην περιβολή και στην εμφάνιση ή σχολαστικός τηρητής τής… … Dictionary of Greek